συνεισηγούμαι

συνεισηγούμαι
-έομαι, Α [εἰσηγοῡμαι]
εισηγούμαι, προτείνω κάτι μαζί με κάποιον άλλον («ὑποτιθέμενος καὶ συνεισηγούμενος... λόγους... χρηστούς», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”